1. Εισαγωγή
Η διανοητική ιδιοκτησία (ΔΙ), ως σύνολο δικαιωμάτων που προστατεύουν τις δημιουργίες του ανθρώπινου νου, αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο της σύγχρονης οικονομίας, τροφοδοτώντας την καινοτομία και την οικονομική ανάπτυξη. Εντούτοις, η ίδια η φύση αυτών των άυλων αγαθών και η εμπορική τους εκμετάλλευση οδηγούν συχνά σε διαφορές, οι οποίες μπορούν να παρεμποδίσουν την άσκηση των δικαιωμάτων ΔΙ και να αναστείλουν τις διαδικασίες καινοτομίας. Παραδοσιακά, η επίλυση τέτοιων διαφορών επαφίετο στη δικαστική οδό, μια διαδικασία που συχνά αποδεικνύεται δαπανηρή, χρονοβόρα και ικανή να προκαλέσει ανεπανόρθωτη βλάβη στις επιχειρηματικές σχέσεις των εμπλεκομένων μερών. Στο πλαίσιο αυτό, οι εναλλακτικές μέθοδοι επίλυσης διαφορών (ΕΜΕΔ), και ιδίως η διαμεσολάβηση, αναδεικνύονται ως ολοένα και πιο ελκυστικές και αποτελεσματικές λύσεις.
Το παρόν άρθρο επιχειρεί να αναδείξει την κρίσιμη σημασία της διαμεσολάβησης ως εργαλείου για την επίλυση των ποικίλων διαφορών που ανακύπτουν στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας. Θα εξεταστούν τα ιδιαίτερα πλεονεκτήματα που προσφέρει η διαμεσολάβηση σε σύγκριση με την παραδοσιακή δικαστική διαδικασία, ο ρόλος των διεθνών και εθνικών θεσμών στην προώθησή της, οι πρακτικές εφαρμογές της μέσω μελετών περίπτωσης, καθώς και οι προκλήσεις που οφείλουν να αντιμετωπιστούν για την περαιτέρω εδραίωσή της. Η στροφή προς τις ΕΜΕΔ, και ειδικότερα τη διαμεσολάβηση, για την επίλυση διαφορών διανοητικής ιδιοκτησίας δεν αποτελεί απλώς μια συγκυριακή τάση με γνώμονα την εξοικονόμηση κόστους και χρόνου. Αντιθέτως, αντανακλά μια βαθύτερη και πιο ώριμη κατανόηση της φύσης των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας ως πολύτιμων περιουσιακών στοιχείων. Αυτά τα στοιχεία, συχνά σύνθετα και τεχνικής φύσεως, απαιτούν ευέλικτες και επιχειρηματικά προσανατολισμένες λύσεις, τις οποίες η παραδοσιακή δικαστική διαδικασία, με την άκαμπτη και αντιπαραθετική της δομή, συχνά αδυνατεί να προσφέρει. Η δικαστική οδός, εστιάζοντας στην απόδοση δικαίου και την επιβολή κυρώσεων, μπορεί να παραβλέψει τις υποκείμενες εμπορικές ανάγκες των μερών ή να οδηγήσει σε δημοσιοποίηση ευαίσθητων πληροφοριών, βλάπτοντας την ανταγωνιστικότητά τους. Αντίθετα, η διαμεσολάβηση, με την εμπιστευτικότητα, την ευελιξία και την έμφαση στη διατήρηση των σχέσεων που τη χαρακτηρίζουν, παρέχει ένα πλαίσιο όπου τα μέρη μπορούν να διαμορφώσουν από κοινού λύσεις που μεγιστοποιούν την αξία των άυλων περιουσιακών τους στοιχείων και ελαχιστοποιούν τις επιχειρηματικές διαταραχές. Αυτή η στρατηγική επιλογή μπορεί να έχει ευρύτερες θετικές επιπτώσεις, όπως η επιτάχυνση των κύκλων καινοτομίας, καθώς οι πόροι που θα δεσμεύονταν σε μακροχρόνιες δικαστικές διαμάχες μπορούν να επανεπενδυθούν στην έρευνα και την ανάπτυξη.
2. Κατανόηση της Διαμεσολάβησης
Η διαμεσολάβηση ορίζεται ως μια σύντομη, εκούσια, εχέμυθη και εμπιστευτική διαρθρωμένη διαδικασία, στην οποία τα εμπλεκόμενα μέρη, συνήθως με την παρουσία των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, παρίστανται ενώπιον ενός τρίτου, ουδέτερου και αμερόληπτου προσώπου, του διαμεσολαβητή. Σκοπός της διαδικασίας είναι η υποβοήθηση των μερών στην αναζήτηση και εξεύρεση μιας αμοιβαία αποδεκτής και επωφελούς λύσης για τη διαφορά τους, η οποία αποτυπώνεται σε γραπτή συμφωνία. Η διαδικασία διέπεται από θεμελιώδεις αρχές που διασφαλίζουν την αποτελεσματικότητα και την ακεραιότητά της.
Πρωταρχική αρχή είναι ο εκούσιος χαρακτήρας της. Τα μέρη αποφασίζουν ελεύθερα την υπαγωγή της διαφοράς τους στη διαμεσολάβηση και διατηρούν το δικαίωμα να αποχωρήσουν από τη διαδικασία ανά πάσα στιγμή, έως ότου καταλήξουν σε μια τελική συμφωνία και την υπογράψουν. Ακόμη και σε περιπτώσεις όπου ο νόμος προβλέπει υποχρεωτική ενημέρωση για τη δυνατότητα διαμεσολάβησης ή υποχρεωτική αρχική συνεδρία, ο εκούσιος χαρακτήρας της τελικής συμφωνίας παραμένει αναλλοίωτος, καθώς τα μέρη δεν εξαναγκάζονται να διευθετήσουν τη διαφορά τους μέσω αυτής.
Εξίσου σημαντική είναι η αρχή της εμπιστευτικότητας και του απορρήτου. Όλες οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται, οι προτάσεις που γίνονται και τα έγγραφα που προσκομίζονται κατά τη διάρκεια της διαμεσολάβησης είναι απόρρητα και δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως αποδεικτικά στοιχεία σε ενδεχόμενη μεταγενέστερη δικαστική ή διαιτητική διαδικασία. Ο διαμεσολαβητής, οι δικηγόροι και τα ίδια τα μέρη δεσμεύονται από την υποχρέωση εχεμύθειας και ο διαμεσολαβητής δεν μπορεί να κληθεί να καταθέσει ως μάρτυρας για όσα έλαβαν χώρα κατά τη διαμεσολάβηση. Αυτή η εμπιστευτικότητα καλύπτει τόσο τις πληροφορίες που ανταλλάσσονται μεταξύ των μερών και του έξω κόσμου (“insider-outsider confidentiality”), όσο και τις πληροφορίες που μοιράζεται ένα μέρος με τον διαμεσολαβητή κατά τις ιδιωτικές συναντήσεις (“insider-insider confidentiality” ή “caucuses”), εκτός αν δοθεί ρητή συγκατάθεση για την κοινοποίησή τους στο άλλο μέρος, καθώς και την προστασία των πληροφοριών από τη χρήση τους στο δικαστήριο (“insider-court confidentiality”).
Ο διαμεσολαβητής οφείλει να τηρεί αυστηρή ουδετερότητα και αμεροληψία. Δεν υποστηρίζει κανένα από τα μέρη, δεν εκφέρει προσωπική άποψη για τη διαφορά, δεν αξιολογεί τις θέσεις, τις απόψεις ή τις πράξεις των μερών, ούτε το περιεχόμενο της ενδεχόμενης συμφωνίας. Ο ρόλος του είναι καθαρά διευκολυντικός, με στόχο την ομαλή επικοινωνία και τη διαπραγμάτευση μεταξύ των μερών.
Τέλος, η διαμεσολάβηση είναι μια μη δεσμευτική διαδικασία έως την επίτευξη και υπογραφή της τελικής συμφωνίας. Τα μέρη δεν δεσμεύονται από τις συζητήσεις ή τις προτάσεις που γίνονται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας, παρά μόνο εάν και εφόσον καταλήξουν σε μια αμοιβαία αποδεκτή λύση και την αποτυπώσουν σε ένα γραπτό συμφωνητικό, το οποίο συνιστά ιδιωτική σύμβαση.
Η διαδικασία της διαμεσολάβησης, αν και ευέλικτη, ακολουθεί συνήθως ορισμένα βασικά στάδια. Αρχικά, λαμβάνει χώρα η έναρξη της διαδικασίας, όπου ο διαμεσολαβητής προετοιμάζει το έδαφος, εξηγεί στα μέρη τον σκοπό και τις αρχές της διαμεσολάβησης, τον δικό του ρόλο, και καθορίζει τους κανόνες διεξαγωγής της συνεδρίας, ζητώντας τη συμφωνία των μερών. Ακολουθεί η επεξήγηση του προβλήματος από τα μέρη, όπου κάθε πλευρά παρουσιάζει την οπτική της για τη διαφορά. Ο διαμεσολαβητής ακούει προσεκτικά, αναγνωρίζει τα συναισθήματα των μερών και προσπαθεί να εντοπίσει τις βαθύτερες ανησυχίες και τα συμφέροντά τους. Καθοριστικό στάδιο είναι η διερεύνηση των συμφερόντων και των αναγκών, συχνά μέσω ιδιωτικών συναντήσεων (caucuses) του διαμεσολαβητή με κάθε μέρος ξεχωριστά. Σε αυτές τις συναντήσεις, ο διαμεσολαβητής μπορεί να εμβαθύνει στα πραγματικά κίνητρα και τις προτεραιότητες κάθε πλευράς, πέρα από τις αρχικές, συχνά άκαμπτες, θέσεις τους. Στη συνέχεια, ο διαμεσολαβητής βοηθά τα μέρη να διαμορφώσουν μια ατζέντα με τα προς επίλυση θέματα και να εξερευνήσουν πιθανές επιλογές και λύσεις. Ακολουθεί η φάση της διαπραγμάτευσης και αξιολόγησης των λύσεων, όπου τα μέρη, με τη διευκόλυνση του διαμεσολαβητή, προσπαθούν να γεφυρώσουν τις διαφορές τους και να καταλήξουν σε μια αμοιβαία αποδεκτή συμφωνία. Η διαδικασία ολοκληρώνεται είτε με την κατάληξη σε συμφωνία, η οποία καταγράφεται γραπτώς, υπογράφεται από τα μέρη και τους δικηγόρους τους και μπορεί, κατόπιν αιτήματος των μερών, να κατατεθεί στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου ώστε να αποτελέσει εκτελεστό τίτλο, είτε με την αποτυχία επίτευξης συμφωνίας, οπότε τα μέρη είναι ελεύθερα να επιδιώξουν άλλους τρόπους επίλυσης της διαφοράς τους.
Τα γενικά πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης είναι πολυάριθμα. Η ταχύτητα είναι ένα από τα κυριότερα, καθώς η διαδικασία ολοκληρώνεται συνήθως πολύ γρήγορα, συχνά εντός μίας ημέρας ή λίγων συνεδριών, σε πλήρη αντίθεση με τις χρονοβόρες δικαστικές διαδικασίες που μπορεί να διαρκέσουν χρόνια. Η οικονομία είναι ένα ακόμη σημαντικό πλεονέκτημα, καθώς το κόστος της διαμεσολάβησης (αμοιβή διαμεσολαβητή και δικηγόρων για τη συμμετοχή) είναι συνήθως σημαντικά χαμηλότερο από τα δικαστικά έξοδα, τα παράβολα και τις λοιπές επιβαρύνσεις μιας δίκης. Επιπλέον, η διαμεσολάβηση ευνοεί τη διατήρηση ή και τη βελτίωση των σχέσεων μεταξύ των μερών, καθώς αποφεύγεται η αντιδικία και οι εχθρότητες που συχνά συνοδεύουν τις δικαστικές διαμάχες. Αυτό την καθιστά ιδιαίτερα κατάλληλη για διαφορές όπου τα μέρη έχουν ή επιθυμούν να διατηρήσουν μια συνεχιζόμενη σχέση. Η ευελιξία της διαδικασίας και ο έλεγχος που διατηρούν τα μέρη επί της έκβασης είναι επίσης καθοριστικής σημασίας. Τα μέρη δεν υφίστανται μια απόφαση που τους επιβάλλεται, αλλά διαμορφώνουν ενεργά τη λύση, προσαρμόζοντάς την στις δικές τους ανάγκες και προτεραιότητες. Τέλος, η διαμεσολάβηση στοχεύει σε μια αμοιβαία επωφελή λύση (win-win), όπου δεν υπάρχουν νικητές και ηττημένοι, αλλά και τα δύο μέρη αποκομίζουν οφέλη από τη συμφωνία.
Η δομημένη αλλά ταυτόχρονα ευέλικτη φύση της διαδικασίας διαμεσολάβησης, σε συνδυασμό με την κεντρική αρχή της ουδετερότητας του διαμεσολαβητή, δημιουργεί ένα μοναδικό περιβάλλον. Σε αυτό, τα μέρη ενθαρρύνονται και καθοδηγούνται να υπερβούν τις αρχικές, συχνά άκαμπτες, “θέσεις” τους (δηλαδή, αυτό που δηλώνουν ότι θέλουν) και να εστιάσουν στα υποκείμενα “συμφέροντα” (δηλαδή, τις πραγματικές ανάγκες, ανησυχίες και επιθυμίες που οδηγούν αυτές τις θέσεις). Η παραδοσιακή αντιδικία, από τη φύση της, τείνει να εστιάζει στα νομικά δικαιώματα και τις θέσεις των μερών, συχνά παγιώνοντάς τα. Ο διαμεσολαβητής, αντίθετα, λειτουργώντας ως ουδέτερος και μη αξιολογικός καταλύτης, διευκολύνει την ανοιχτή επικοινωνία. Μέσω της ενεργητικής ακρόασης και της χρήσης τεχνικών όπως οι ιδιωτικές συναντήσεις (caucuses), ο διαμεσολαβητής βοηθά τα μέρη να διερευνήσουν και να αρθρώσουν τα πραγματικά τους ενδιαφέροντα και τις ανάγκες τους, τα οποία μπορεί να μην είναι άμεσα εμφανή ή να μην έχουν εκφραστεί προηγουμένως. Αυτή η διαδικασία επιτρέπει την αναγνώριση και διαχείριση των συναισθημάτων που συχνά εμποδίζουν την προσέγγιση των μερών, καθώς και την εξερεύνηση ενός ευρέος φάσματος πιθανών λύσεων, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που δεν θα ήταν διαθέσιμες ή εφικτές στο πλαίσιο μιας δικαστικής απόφασης. Κατά συνέπεια, η διαμεσολάβηση δεν αποτελεί απλώς μια “συντομότερη δίκη”, αλλά μια θεμελιωδώς διαφορετική προσέγγιση στην επίλυση διαφορών. Εστιάζει στην επίλυση προβλημάτων με βάση τις ανάγκες και τα συμφέροντα των μερών, οδηγώντας συχνά σε πιο δημιουργικές, βιώσιμες και αμοιβαία ικανοποιητικές συμφωνίες. Η επιτυχής εφαρμογή αυτής της προσέγγισης μπορεί να έχει ευρύτερες θετικές συνέπειες, καλλιεργώντας μια κουλτούρα συνεργατικής επίλυσης διαφορών που υπερβαίνει τη συγκεκριμένη υπόθεση και συμβάλλει στη μείωση της κοινωνικής τριβής και την προαγωγή της κοινωνικής ειρήνης και συνοχής.
3. Διαφορές Διανοητικής Ιδιοκτησίας: Ένα Πολύπλευρο Πεδίο
Η διανοητική ιδιοκτησία περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα άυλων δημιουργημάτων του νου, τα οποία προστατεύονται από τον νόμο, παρέχοντας στους δημιουργούς και τους δικαιούχους αποκλειστικά δικαιώματα εκμετάλλευσης. Οι βασικές μορφές διανοητικής ιδιοκτησίας μπορούν να κατηγοριοποιηθούν ευρέως σε βιομηχανική ιδιοκτησία και πνευματική ιδιοκτησία.
Η Βιομηχανική Ιδιοκτησία καλύπτει:
-
Διπλώματα Ευρεσιτεχνίας (Patents): Παρέχουν προστασία για εφευρέσεις, οι οποίες μπορεί να αφορούν προϊόντα ή μεθόδους παραγωγής, υπό την προϋπόθεση ότι είναι νέες, εμπεριέχουν εφευρετική δραστηριότητα (δηλαδή δεν είναι προφανείς για έναν ειδικό στον τομέα) και είναι επιδεκτικές βιομηχανικής εφαρμογής. Στην Ελλάδα, η διάρκεια προστασίας ενός διπλώματος ευρεσιτεχνίας είναι 20 έτη από την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης. Στην κατηγορία αυτή εντάσσονται και τα Διπλώματα Τροποποίησης, που αφορούν τροποποιήσεις υφιστάμενων εφευρέσεων.
-
Εμπορικά Σήματα (Trademarks): Πρόκειται για οποιοδήποτε σημείο επιδεκτικό γραφικής παραστάσεως, ικανό να διακρίνει τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες μιας επιχείρησης από εκείνα άλλων επιχειρήσεων. Μπορεί να περιλαμβάνουν λέξεις, ονόματα, σχέδια, λογότυπα, γράμματα, αριθμούς, ήχους, το σχήμα του προϊόντος ή της συσκευασίας του, ή συνδυασμούς αυτών. Σκοπός τους είναι να υποδεικνύουν την προέλευση των προϊόντων ή υπηρεσιών και να τα διαφοροποιούν στην αγορά. Η προστασία επεκτείνεται και στην εμπορική εμφάνιση (trade dress), δηλαδή τη συνολική εικόνα και αισθητική ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας. Στην Ελλάδα, για την προστασία των εμπορικών σημάτων σε εθνικό επίπεδο αρμόδια είναι η Διεύθυνση Εμπορικής και Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας της Γενικής Γραμματείας Εμπορίου, βάσει των διατάξεων του Ν. 4072/2012.
-
Βιομηχανικά Σχέδια και Υποδείγματα (Industrial Designs): Αφορούν την εξωτερική, ορατή εμφάνιση ενός προϊόντος ή μέρους αυτού, η οποία προκύπτει από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της μορφής, του σχήματος, της διάταξης των γραμμών, των χρωμάτων ή του συνδυασμού αυτών.
-
Πιστοποιητικά Υποδείγματος Χρησιμότητας (ΠΥΧ): Αποτελούν έναν τίτλο προστασίας για τρισδιάστατα αντικείμενα με καθορισμένο σχήμα και μορφή (π.χ. εργαλεία, συσκευές, εξαρτήματα), τα οποία προτείνονται ως νέα, βιομηχανικά εφαρμόσιμα και ικανά να δώσουν λύση σε ένα τεχνικό πρόβλημα. Η διάρκεια προστασίας τους στην Ελλάδα είναι 7 έτη.
-
Εμπορικά Απόρρητα (Trade Secrets): Περιλαμβάνουν εμπιστευτικές επιχειρηματικές πληροφορίες, όπως τεχνογνωσία, παραγωγικές μεθόδους, συνταγές, επιχειρηματικά σχέδια, καταλόγους πελατών, οι οποίες παρέχουν στην επιχείρηση ανταγωνιστικό πλεονέκτημα ακριβώς επειδή διατηρούνται απόρρητες και λαμβάνονται μέτρα για τη διαφύλαξη του απορρήτου τους. Σε αντίθεση με άλλες μορφές ΔΙ, δεν υπάρχει επίσημη διαδικασία καταχώρισης για τα εμπορικά απόρρητα.
Η Πνευματική Ιδιοκτησία (Copyright) προστατεύει πρωτότυπα έργα του λόγου, της τέχνης ή της επιστήμης, ανεξαρτήτως της μορφής έκφρασής τους. Τέτοια έργα μπορεί να είναι, ενδεικτικά, λογοτεχνικά κείμενα, μουσικές συνθέσεις, κινηματογραφικές ταινίες, έργα ζωγραφικής και γλυπτικής, φωτογραφίες, αρχιτεκτονικά σχέδια, προγράμματα ηλεκτρονικών υπολογιστών (λογισμικό) και βάσεις δεδομένων. Στην Ελλάδα, όπως και σε πολλά συστήματα ηπειρωτικού δικαίου, το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας περιλαμβάνει δύο σκέλη: το περιουσιακό δικαίωμα, που αφορά την οικονομική εκμετάλλευση του έργου (π.χ. αναπαραγωγή, διανομή, δημόσια παρουσίαση), και το ηθικό δικαίωμα, που συνδέεται με την προσωπικότητα του δημιουργού (π.χ. δικαίωμα αναγνώρισης της πατρότητας, δικαίωμα προστασίας της ακεραιότητας του έργου). Η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας στην Ελλάδα διαρκεί συνήθως για όλη τη ζωή του δημιουργού και για 70 χρόνια μετά τον θάνατό του.
Τέλος, αν και δεν αποτελούν παραδοσιακή μορφή ΔΙ με την αυστηρή έννοια, τα Ονόματα Χώρου Διαδικτύου (Domain Names) συνδέονται στενά με τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας, ιδίως τα εμπορικά σήματα. Οι διαφορές που ανακύπτουν σχετικά με αυτά, όπως η κακόβουλη καταχώριση ονομάτων χώρου που αντιστοιχούν σε γνωστά σήματα (cybersquatting) ή η χρήση σημάτων σε ονόματα χώρου κατά τρόπο που προκαλεί σύγχυση στο καταναλωτικό κοινό, αποτελούν συχνό αντικείμενο διαφωνιών.
Κάθε μία από αυτές τις κατηγορίες διανοητικής ιδιοκτησίας μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο διαφόρων τύπων διαφορών:
-
Προσβολή Διπλώματος Ευρεσιτεχνίας (Patent Infringement): Εμφανίζεται όταν τρίτος, χωρίς την άδεια του κατόχου του διπλώματος, κατασκευάζει, χρησιμοποιεί, προσφέρει προς πώληση, πωλεί ή εισάγει ένα προϊόν που ενσωματώνει την πατενταρισμένη εφεύρεση, ή εφαρμόζει μια πατενταρισμένη μέθοδο. Η προσβολή μπορεί να είναι άμεση, έμμεση (π.χ. συμβολή στην προσβολή από άλλον), κυριολεκτική (όταν το προσβάλλον προϊόν ή μέθοδος ταυτίζεται με τις αξιώσεις του διπλώματος) ή να στοιχειοθετείται υπό το δόγμα των ισοδυνάμων (όταν υπάρχουν μη ουσιώδεις διαφορές).
-
Προσβολή Εμπορικού Σήματος (Trademark Infringement): Συνίσταται στη μη εξουσιοδοτημένη χρήση ενός σημείου που ταυτίζεται ή ομοιάζει με καταχωρισμένο εμπορικό σήμα, για προϊόντα ή υπηρεσίες που ταυτίζονται ή ομοιάζουν με εκείνα για τα οποία το σήμα έχει καταχωρισθεί, εφόσον η χρήση αυτή προκαλεί κίνδυνο σύγχυσης στο κοινό, ο οποίος περιλαμβάνει και τον κίνδυνο σύνδεσης του σημείου με το σήμα. Καλύπτει επίσης την προσβολή της φήμης των γνωστών σημάτων και την προσβολή της εμπορικής εμφάνισης (trade dress).
-
Προσβολή Πνευματικών Δικαιωμάτων (Copyright Infringement): Πραγματοποιείται με την αναπαραγωγή, διανομή, δημόσια εκτέλεση ή παρουσίαση, μετάδοση, διασκευή ή οποιαδήποτε άλλη χρήση ενός προστατευόμενου έργου χωρίς την άδεια του δικαιούχου. Παραδείγματα περιλαμβάνουν την αντιγραφή πηγαίου κώδικα λογισμικού, την παράνομη μεταφόρτωση και διανομή μουσικής ή ταινιών, ή την αναπαραγωγή φωτογραφιών χωρίς άδεια.
-
Καταχρηστική Ιδιοποίηση Εμπορικών Απορρήτων (Trade Secret Misappropriation): Αφορά την απόκτηση, χρήση ή αποκάλυψη εμπορικών απορρήτων από τρίτους χωρίς εξουσιοδότηση, συχνά μέσω αθέμιτων πρακτικών όπως η βιομηχανική κατασκοπεία, η παραβίαση συμβατικών υποχρεώσεων εμπιστευτικότητας (π.χ. από πρώην υπαλλήλους ή συνεργάτες) ή η κλοπή.
-
Διαφορές Ονομάτων Χώρου (Domain Name Disputes): Περιλαμβάνουν κυρίως το cybersquatting, δηλαδή την κακόπιστη καταχώριση ενός ονόματος χώρου που ταυτίζεται ή ομοιάζει σε βαθμό σύγχυσης με ένα προγενέστερο σήμα, με σκοπό την εκμετάλλευση της φήμης του σήματος ή την πώληση του ονόματος χώρου στον δικαιούχο του σήματος έναντι υπερβολικού τιμήματος.
-
Διαφορές Αδειοδότησης (Licensing Disputes): Ανακύπτουν από συμβάσεις παραχώρησης άδειας εκμετάλλευσης δικαιωμάτων ΔΙ και μπορεί να αφορούν την ερμηνεία των όρων της σύμβασης, το εύρος της παραχωρούμενης άδειας, την καταβολή και τον υπολογισμό των οφειλόμενων δικαιωμάτων (royalties), την τήρηση ποιοτικών προδιαγραφών, ή την παράβαση όρων αποκλειστικότητας.
-
Αθέμιτος Ανταγωνισμός (Unfair Competition): Πρόκειται για ευρύτερη κατηγορία που μπορεί να περιλαμβάνει πρακτικές οι οποίες, αν και δεν συνιστούν άμεση προσβολή ενός συγκεκριμένου δικαιώματος ΔΙ, είναι ικανές να παραπλανήσουν τους καταναλωτές ή να βλάψουν αθέμιτα τη φήμη ή την πελατεία ενός ανταγωνιστή, συχνά μέσω της εκμετάλλευσης στοιχείων που συνδέονται με τη ΔΙ του (π.χ. απομίμηση διακριτικών γνωρισμάτων).
-
Παραπλανητική Διαφήμιση (False Advertising): Αφορά ψευδείς ή παραπλανητικούς ισχυρισμούς σε διαφημίσεις, οι οποίοι μπορεί να σχετίζονται και με δικαιώματα ΔΙ (π.χ. ψευδής ισχυρισμός περί κατοχής διπλώματος ευρεσιτεχνίας).
Ο παρακάτω πίνακας συνοψίζει τις βασικές μορφές ΔΙ και τις συνήθεις διαφορές που είναι κατάλληλες για επίλυση μέσω διαμεσολάβησης:
Πίνακας 1: Βασικές Μορφές ΔΙ και Συνήθεις Διαφορές Κατάλληλες για Διαμεσολάβηση
Μορφή ΔΙ
|
Συνήθεις Διαφορές
|
Παραδείγματα Καταλληλότητας για Διαμεσολάβηση
|
Διπλώματα Ευρεσιτεχνίας (Patents)
|
Προσβολή, εγκυρότητα, διαφορές αδειοδότησης, συνιδιοκτησία, αμοιβές εργαζομένων εφευρετών.
|
Διαπραγμάτευση όρων αδειοδότησης (π.χ. ύψος royalties, γεωγραφική κάλυψη), επίλυση διαφωνιών για το εύρος των αξιώσεων, συμφωνίες μη προσβολής, διακανονισμός αποζημίωσης.
|
Εμπορικά Σήματα (Trademarks)
|
Προσβολή, κίνδυνος σύγχυσης, αθέμιτος ανταγωνισμός, διαφορές αδειοδότησης, διαφορές συνύπαρξης, προσβολή φήμης, cybersquatting (για domain names).
|
Διαπραγμάτευση συμφωνιών συνύπαρξης σημάτων, τροποποίηση σημάτων για αποφυγή σύγχυσης, καθορισμός όρων χρήσης, μεταβίβαση domain name, διευθέτηση οικονομικών απαιτήσεων.
|
Πνευματική Ιδιοκτησία (Copyright)
|
Προσβολή (παράνομη αναπαραγωγή, διανομή, κ.λπ.), διαφορές αδειοδότησης, συνιδιοκτησία, ηθικά δικαιώματα, δικαιώματα εκδοτών/παραγωγών.
|
Συμφωνίες για την καταβολή δικαιωμάτων χρήσης, καθορισμός του επιτρεπτού εύρους χρήσης ενός έργου, διευθέτηση ζητημάτων πατρότητας ή ακεραιότητας έργου, συμφωνίες για μελλοντικές χρήσεις.
|
Βιομηχανικά Σχέδια (Industrial Designs)
|
Προσβολή, εγκυρότητα, διαφορές αδειοδότησης.
|
Παρόμοια με τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και τα εμπορικά σήματα, εστιασμένα στην εμφάνιση του προϊόντος, π.χ., συμφωνίες για τροποποίηση σχεδίου, όροι αδειοδότησης.
|
Εμπορικά Απόρρητα (Trade Secrets)
|
Καταχρηστική ιδιοποίηση, παραβίαση συμφωνιών εμπιστευτικότητας (NDAs).
|
Συμφωνίες για την παύση χρήσης και την επιστροφή των απορρήτων, καθορισμός αποζημίωσης, θέσπιση μέτρων για τη μελλοντική προστασία, διατήρηση επιχειρηματικών σχέσεων παρά τη διαφορά.
|
Διαφορές Αδειοδότησης (Licensing)
|
Ερμηνεία όρων, καταβολή royalties, εύρος άδειας, έλεγχος ποιότητας, καταγγελία σύμβασης.
|
Επαναδιαπραγμάτευση όρων σύμβασης, διευκρίνιση ασαφειών, συμφωνία για μηχανισμούς ελέγχου και αναφοράς, εξεύρεση εναλλακτικών τρόπων εκπλήρωσης υποχρεώσεων.
|
Η ίδια η φύση των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, ως άυλων αγαθών που συχνά διαπλέκονται και αλληλοεπικαλύπτονται, καθιστά τις σχετικές διαφορές ιδιαίτερα περίπλοκες και πολυεπίπεδες. Ένα και μόνο προϊόν ή μια υπηρεσία μπορεί να ενσωματώνει πολλαπλά δικαιώματα ΔΙ: για παράδειγμα, ένα έξυπνο κινητό τηλέφωνο προστατεύεται από διπλώματα ευρεσιτεχνίας για τις τεχνολογικές του λειτουργίες, από βιομηχανικά σχέδια για την εμφάνισή του, από εμπορικά σήματα για την ονομασία και το λογότυπό του, και από δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας για το λογισμικό που χρησιμοποιεί. Μια διαφορά που ανακύπτει μπορεί, συνεπώς, να αφορά ταυτόχρονα πολλαπλά δικαιώματα ή να εκτείνεται σε πολλαπλές δικαιοδοσίες, ειδικά στο σημερινό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον. Η παραδοσιακή δικαστική επίλυση τείνει να εξετάζει κάθε δικαίωμα ή κάθε δικαιοδοσιακή πτυχή ξεχωριστά, οδηγώντας συχνά σε αποσπασματικές λύσεις, πολλαπλές και δαπανηρές δικαστικές διαδικασίες, και δυνητικά αντιφατικές αποφάσεις. Αντίθετα, η διαμεσολάβηση παρέχει τη δυνατότητα για μια ολιστική προσέγγιση. Στο πλαίσιο της διαμεσολάβησης, τα μέρη μπορούν να διευθετήσουν όλες τις πτυχές της διαφοράς τους, συμπεριλαμβανομένων των εμπορικών τους σχέσεων και των μελλοντικών τους αλληλεπιδράσεων, σε μία ενιαία, συνεκτική διαδικασία. Αυτή η εγγενής πολυπλοκότητα και η διασυνδεσιμότητα των δικαιωμάτων ΔΙ καθιστούν τη διαμεσολάβηση όχι απλώς μια εναλλακτική, αλλά συχνά μια ανώτερη και πιο αποτελεσματική μέθοδο επίλυσης των σχετικών διαφορών. Η ικανότητα της διαμεσολάβησης να αντιμετωπίζει ολιστικά τις διαφορές ΔΙ μπορεί να αποτρέψει την περιττή κλιμάκωση των συγκρούσεων και να διευκολύνει τη συνέχιση της καινοτομίας και της εμπορικής δραστηριότητας, ακόμη και μεταξύ ανταγωνιστών, μέσω της επίτευξης συμφωνιών όπως η αμοιβαία αδειοδότηση ή η ειρηνική συνύπαρξη στην αγορά.
4. Η Διαμεσολάβηση ως Προνομιακό Εργαλείο στις Διαφορές Διανοητικής Ιδιοκτησίας
Πέρα από τα γενικά πλεονεκτήματα που χαρακτηρίζουν τη διαμεσολάβηση ως μέθοδο επίλυσης διαφορών, υπάρχουν και εξειδικευμένα οφέλη που την καθιστούν ιδιαίτερα προνομιακό εργαλείο για την αντιμετώπιση των διαφορών διανοητικής ιδιοκτησίας.
Ένα από τα σημαντικότερα είναι η διατήρηση της εμπιστευτικότητας. Οι διαφορές ΔΙ συχνά περιλαμβάνουν εξαιρετικά ευαίσθητες πληροφορίες, όπως εμπορικά απόρρητα, λεπτομέρειες μη δημοσιευμένων αιτήσεων διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, επιχειρηματικές στρατηγικές, οικονομικά δεδομένα και τεχνογνωσία, η αποκάλυψη των οποίων σε μια δημόσια δικαστική διαδικασία θα μπορούσε να αποβεί καταστροφική για την ανταγωνιστικότητα των μερών. Η διαμεσολάβηση, ως μια κατ’ εξοχήν εμπιστευτική διαδικασία, διασφαλίζει ότι οι συζητήσεις, οι προτάσεις και οι πληροφορίες που ανταλλάσσονται παραμένουν απόρρητες και δεν διαρρέουν στο κοινό ή στους ανταγωνιστές. Αυτή η εγγύηση εμπιστευτικότητας ενθαρρύνει τα μέρη να είναι πιο ανοιχτά και ειλικρινή στην ανταλλαγή πληροφοριών, τόσο μεταξύ τους όσο και με τον διαμεσολαβητή, γεγονός που διευκολύνει σημαντικά την ανάλυση της διαφοράς και την εξεύρεση μιας αμοιβαία αποδεκτής λύσης. Δεν είναι τυχαίο ότι, σύμφωνα με έρευνα της SIDRA (Singapore International Dispute Resolution Academy), το 79% των ερωτηθέντων επαγγελματιών του χώρου της ΔΙ ανέφεραν την εμπιστευτικότητα ως έναν σημαντικό ή απόλυτα κρίσιμο παράγοντα κατά την επιλογή του μηχανισμού επίλυσης διαφορών.
Ένα άλλο καίριο πλεονέκτημα είναι η δυνατότητα για δημιουργικές και επιχειρηματικά προσανατολισμένες λύσεις. Τα δικαστήρια, λόγω της φύσης τους, περιορίζονται συνήθως στην εφαρμογή του νόμου και στην έκδοση αποφάσεων που είτε αποδέχονται είτε απορρίπτουν τις αιτήσεις των διαδίκων, επιδικάζοντας αποζημιώσεις ή διατάσσοντας παραλείψεις. Η διαμεσολάβηση, αντίθετα, επιτρέπει στα μέρη να υπερβούν τα στενά νομικά όρια της διαφοράς τους και να διαμορφώσουν λύσεις που είναι προσαρμοσμένες στις συγκεκριμένες επιχειρηματικές τους ανάγκες και τους μακροπρόθεσμους στόχους τους. Παραδείγματα τέτοιων δημιουργικών λύσεων περιλαμβάνουν συμφωνίες συνύπαρξης εμπορικών σημάτων, τροποποιήσεις σημάτων για την αποφυγή σύγχυσης, συμφωνίες αμοιβαίας αδειοδότησης (cross-licensing) ή αναπροσαρμογής των καταβαλλόμενων δικαιωμάτων (royalty adjustments), τη σύναψη μελλοντικών εμπορικών συνεργασιών, την αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών από τον αντίδικο, την επιβολή γεωγραφικών περιορισμών στη χρήση ενός δικαιώματος ΔΙ, ή ακόμη και τη δημόσια παραδοχή από ένα μέρος της εγκυρότητας ενός διπλώματος ευρεσιτεχνίας του άλλου μέρους. Αυτή η ευελιξία επιτρέπει την επίτευξη συμφωνιών “win-win”, όπου και τα δύο μέρη μπορούν να αποκομίσουν οφέλη που δεν θα ήταν διαθέσιμα μέσω μιας δικαστικής απόφασης.
Η διαχείριση της τεχνικής πολυπλοκότητας μέσω εξειδικευμένων διαμεσολαβητών αποτελεί επίσης ένα σημαντικό πλεονέκτημα. Πολλές διαφορές ΔΙ, ιδίως αυτές που αφορούν διπλώματα ευρεσιτεχνίας, περιλαμβάνουν εξαιρετικά εξειδικευμένα τεχνικά ή επιστημονικά ζητήματα. Αυτά τα ζητήματα μπορεί να είναι δύσκολο να γίνουν πλήρως κατανοητά από δικαστές που δεν διαθέτουν το αντίστοιχο επιστημονικό υπόβαθρο ή εξειδίκευση. Στη διαμεσολάβηση, τα μέρη έχουν τη δυνατότητα να επιλέξουν έναν διαμεσολαβητή ο οποίος, πέραν των δεξιοτήτων διαμεσολάβησης, διαθέτει και ουσιαστική εμπειρία στον συγκεκριμένο τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας ή/και τις απαραίτητες τεχνικές γνώσεις. Ένας τέτοιος εξειδικευμένος διαμεσολαβητής μπορεί να κατανοήσει βαθύτερα τις τεχνικές πτυχές της διαφοράς, να διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ των τεχνικών εμπειρογνωμόνων των μερών και να συμβάλει στην εξεύρεση πρακτικών και τεχνικά εφικτών λύσεων. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Διανοητικής Ιδιοκτησίας (WIPO), για παράδειγμα, διαθέτει μια εκτενή βάση δεδομένων με περισσότερους από 2000 ουδέτερους (διαμεσολαβητές, διαιτητές, εμπειρογνώμονες) με αποδεδειγμένη εξειδίκευση σε διαφορές διανοητικής ιδιοκτησίας και τεχνολογίας.
Η διατήρηση και, σε ορισμένες περιπτώσεις, η ανάπτυξη των επιχειρηματικών σχέσεων είναι ένα ακόμη ισχυρό επιχείρημα υπέρ της διαμεσολάβησης. Η αντιπαραθετική και συχνά εχθρική φύση της δικαστικής διαδικασίας μπορεί να καταστρέψει οριστικά τις σχέσεις μεταξύ των εμπλεκομένων μερών, ακόμη και αν προηγουμένως υπήρχε μια μακροχρόνια συνεργασία ή η προοπτική για μελλοντική συνεργασία. Η διαμεσολάβηση, αντίθετα, προωθεί έναν συνεργατικό και εποικοδομητικό διάλογο. Εστιάζοντας στην εξεύρεση κοινά αποδεκτών λύσεων αντί στην απόδοση ευθυνών, μπορεί να βοηθήσει τα μέρη να διατηρήσουν ή ακόμη και να βελτιώσουν τις υπάρχουσες επιχειρηματικές τους σχέσεις, όπως για παράδειγμα μεταξύ ενός αδειοδότη και ενός αδειούχου, ή μεταξύ εταίρων σε μια ερευνητική κοινοπραξία.
Τέλος, η διαμεσολάβηση αποδεικνύεται ιδιαίτερα αποτελεσματική σε διασυνοριακές διαφορές. Τα δικαιώματα διανοητικής ιδιοκτησίας έχουν συχνά εδαφικό χαρακτήρα, αλλά οι προσβολές και οι εμπορικές δραστηριότητες εκτείνονται πέραν των εθνικών συνόρων. Αυτό μπορεί να οδηγήσει στην ανάγκη για παράλληλες δικαστικές διαδικασίες σε πολλαπλές χώρες, με σημαντική αύξηση του κόστους, της πολυπλοκότητας και του κινδύνου έκδοσης αντιφατικών δικαστικών αποφάσεων. Η διαμεσολάβηση προσφέρει τη δυνατότητα για μια ολιστική λύση, όπου τα μέρη μπορούν να διευθετήσουν όλες τις διασυνοριακές πτυχές της διαφοράς τους μέσω μιας ενιαίας συμφωνίας. Ο WIPO, ειδικότερα, διαθέτει σημαντική εμπειρία και εξειδίκευση στη διαχείριση τέτοιων πολυjurisdictional υποθέσεων.
Ο παρακάτω πίνακας παρουσιάζει μια συγκριτική ανάλυση μεταξύ της παραδοσιακής δικαστικής οδού και της διαμεσολάβησης, ειδικά για τις διαφορές διανοητικής ιδιοκτησίας:
Πίνακας 2: Συγκριτική Ανάλυση Δικαστικής Οδού vs. Διαμεσολάβησης για Διαφορές ΔΙ
Κριτήριο Σύγκρισης
|
Δικαστική Οδός
|
Διαμεσολάβηση
|
Κόστος
|
Υψηλό (δικαστικά έξοδα, παράβολα, αμοιβές δικηγόρων για παραστάσεις, πραγματογνωμοσύνες κ.λπ.)
|
Χαμηλότερο (αμοιβή διαμεσολαβητή, αμοιβές δικηγόρων για συμμετοχή)
|
Χρόνος
|
Μακροχρόνια (μπορεί να διαρκέσει χρόνια, με ενδιάμεσες διαδικασίες και εφέσεις)
|
Σύντομη (συνήθως ολοκληρώνεται σε λίγες ημέρες ή εβδομάδες)
|
Εμπιστευτικότητα
|
Δημόσια διαδικασία (πρακτικά, αποφάσεις)
|
Αυστηρά εμπιστευτική (όσα λέγονται και τα έγγραφα παραμένουν απόρρητα)
|
Έλεγχος από τα Μέρη
|
Περιορισμένος (η απόφαση λαμβάνεται από τον δικαστή)
|
Υψηλός (τα μέρη διαμορφώνουν και συμφωνούν τη λύση)
|
Φύση Λύσης
|
Δυαδική (νίκη/ήττα), περιορισμένη από το εφαρμοστέο δίκαιο
|
Δημιουργική, ευέλικτη, προσαρμοσμένη στις ανάγκες των μερών, “win-win”
|
Διατήρηση Σχέσεων
|
Συχνά επιδεινώνει ή καταστρέφει τις σχέσεις
|
Ευνοεί τη διατήρηση ή και βελτίωση των σχέσεων
|
Διαχείριση Τεχνικής Πολυπλοκότητας
|
Εξαρτάται από την εξοικείωση του δικαστή, συχνά απαιτούνται πραγματογνώμονες
|
Δυνατότητα επιλογής διαμεσολαβητή με εξειδίκευση στο αντικείμενο
|
Επίλυση Διασυνοριακών Ζητημάτων
|
Απαιτεί πολλαπλές, παράλληλες δίκες, κίνδυνος αντιφατικών αποφάσεων
|
Δυνατότητα ολιστικής επίλυσης πολλαπλών δικαιοδοσιών με μία συμφωνία
|
Εκτελεστότητα
|
Η δικαστική απόφαση είναι εκτελεστός τίτλος
|
Το πρακτικό διαμεσολάβησης μπορεί να κατατεθεί στο δικαστήριο και να γίνει εκτελεστός τίτλος (εγχώρια). Διεθνώς, Σύμβαση Σιγκαπούρης.
|
Η εγγενής ευελιξία της διαμεσολάβησης επιτρέπει μια σημαντική λειτουργία: την “αποσύνδεση” της αυστηρής νομικής αξιολόγησης μιας υπόθεσης από την παράλληλη εξεύρεση μιας πρακτικής, επιχειρηματικά βιώσιμης λύσης. Αυτό καθίσταται ιδιαίτερα πολύτιμο σε τομείς της διανοητικής ιδιοκτησίας όπου η τεχνολογία και οι αγορές εξελίσσονται με ρυθμούς που συχνά υπερβαίνουν την ταχύτητα προσαρμογής του νομικού πλαισίου ή όπου οι συνθήκες της αγοράς επιβάλλουν ταχείες προσαρμογές και λήψη αποφάσεων. Οι διαφορές ΔΙ συχνά αναφύονται σε τέτοιους ταχέως εξελισσόμενους τεχνολογικούς τομείς. Μια δικαστική απόφαση, ακόμη και αν είναι νομικά άρτια, μπορεί να εκδοθεί μετά από χρόνια, καθιστώντας την ενδεχομένως άνευ πρακτικού αντικειμένου ή ξεπερασμένη από τις τεχνολογικές ή αγοραίες εξελίξεις που έχουν μεσολαβήσει. Η διαμεσολάβηση, αντίθετα, επιτρέπει στα μέρη να εστιάσουν στις τρέχουσες και, κυρίως, στις μελλοντικές επιχειρηματικές τους ανάγκες και να διαμορφώσουν λύσεις που λαμβάνουν υπόψη την ταχύτητα και τον δυναμισμό της αγοράς. Ο διαμεσολαβητής, σε αυτό το πλαίσιο, δεν περιορίζεται στην εφαρμογή νομικών κανόνων, αλλά βοηθά τα μέρη να εξετάσουν λύσεις που υπερβαίνουν τα αυστηρά νομικά τους δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, εστιάζοντας στα ευρύτερα επιχειρηματικά τους συμφέροντα και τις προοπτικές τους. Κατά συνέπεια, η διαμεσολάβηση μπορεί να λειτουργήσει ως ένας μηχανισμός προσαρμογής και επίλυσης διαφορών που είναι πολύ πιο συγχρονισμένος με τον δυναμισμό των αγορών που βασίζονται στη διανοητική ιδιοκτησία. Η υιοθέτηση της διαμεσολάβησης μπορεί, επομένως, να ενισχύσει την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε καινοτόμους τομείς, επιτρέποντάς τους να επιλύουν τις διαφορές τους γρήγορα και αποτελεσματικά, και να επικεντρώνονται στην ανάπτυξη, την προστασία και την εμπορική εκμετάλλευση της διανοητικής τους ιδιοκτησίας, αντί να εμπλέκονται σε παρατεταμένες και αβέβαιες νομικές διαμάχες.
5. Ο Ρόλος Διεθνών και Εθνικών Φορέων στην Προώθηση της Διαμεσολάβησης ΔΙ
Η προώθηση και η διευκόλυνση της χρήσης της διαμεσολάβησης για την επίλυση διαφορών διανοητικής ιδιοκτησίας αποτελεί αντικείμενο δραστηριοποίησης τόσο διεθνών οργανισμών όσο και εθνικών φορέων και νομοθετικών πρωτοβουλιών.
Σε διεθνές επίπεδο, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Διανοητικής Ιδιοκτησίας (WIPO) διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο. Το Κέντρο Διαμεσολάβησης και Διαιτησίας του WIPO (WIPO Arbitration and Mediation Center) προσφέρει εξειδικευμένες υπηρεσίες ΕΜΕΔ, με στόχο τη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων που μπορεί να έχουν οι διαφορές στις διαδικασίες καινοτομίας και δημιουργικότητας. Το Κέντρο παρέχει πολύπλευρη υποστήριξη στα μέρη, η οποία περιλαμβάνει βοήθεια στην υποβολή των διαφορών τους στη διαμεσολάβηση, συνδρομή στην επιλογή κατάλληλων και έμπειρων διαμεσολαβητών από μια εκτενή διεθνή βάση δεδομένων που αριθμεί πάνω από 2000 ειδικούς σε θέματα ΔΙ, καθοδήγηση στον καθορισμό των αμοιβών των διαμεσολαβητών και εν γένει διαχείριση της διαδικασίας για τη διασφάλιση της ομαλής και αποτελεσματικής διεξαγωγής της. Επιπλέον, ο WIPO έχει αναπτύξει πρότυπους Κανόνες Διαμεσολάβησης (WIPO Mediation Rules) και προσφέρει πρότυπες ρήτρες διαμεσολάβησης που μπορούν να ενσωματωθούν σε συμβάσεις σχετικές με τη ΔΙ, διευκολύνοντας την προσφυγή στη διαμεσολάβηση σε περίπτωση μελλοντικής διαφοράς. Για την υποστήριξη των διαδικασιών, ο WIPO διαθέτει και σύγχρονα διαδικτυακά εργαλεία διαχείρισης υποθέσεων, όπως το WIPO eADR. Είναι αξιοσημείωτο ότι ο WIPO αναφέρει υψηλά ποσοστά επιτυχούς έκβασης στις διαμεσολαβήσεις που διεξάγονται υπό την αιγίδα του, με περίπου το 70% των υποθέσεων να καταλήγουν σε συμφωνία. Ο οργανισμός προωθεί ενεργά τη χρήση της διαμεσολάβησης μέσω πρωτοβουλιών όπως το “WIPO Mediation Pledge”, μια δήλωση προθυμίας για εξέταση της διαμεσολάβησης σε διαφορές ΔΙ και τεχνολογίας, καθώς και μέσω της ανάπτυξης συνεργασιών με εθνικά γραφεία διανοητικής ιδιοκτησίας και δικαστήρια ανά τον κόσμο, όπως για παράδειγμα η συνεργασία με το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Σιγκαπούρης (IPOS). Τα παραδείγματα υποθέσεων που έχουν επιλυθεί μέσω του Κέντρου του WIPO καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα διαφορών, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν πνευματικά δικαιώματα, άδειες χρήσης, εμπορικά σήματα και διπλώματα ευρεσιτεχνίας.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το Γραφείο Διανοητικής Ιδιοκτησίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (EUIPO) επίσης δραστηριοποιείται στην προώθηση των ΕΜΕΔ για διαφορές ΔΙ. Σε συνεργασία με τους εθνικούς οργανισμούς βιομηχανικής ιδιοκτησίας των κρατών μελών, όπως ο Οργανισμός Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (ΟΒΙ) στην Ελλάδα, το EUIPO τονίζει την αποτελεσματικότητα και την οικονομικά συμφέρουσα φύση της διαμεσολάβησης, ιδίως για τις διασυνοριακές διαφορές που απαιτούν ολιστικές και ευέλικτες λύσεις, τις οποίες οι παραδοσιακές δικαστικές διαδικασίες συχνά αδυνατούν να προσφέρουν. Ενημερωτικό υλικό, όπως το κοινό φυλλάδιο του ΟΒΙ και του EUIPO, υπογραμμίζει ότι η διαμεσολάβηση επιτρέπει στις επιχειρήσεις να εστιάσουν στα πραγματικά επιχειρηματικά τους συμφέροντα και να βρουν λύσεις που λειτουργούν αποτελεσματικά γι’ αυτές. Το Κέντρο Διαμεσολάβησης του EUIPO (EUIPO Mediation Centre) προσφέρει υπηρεσίες διαμεσολάβησης, και τα δημοσιευμένα παραδείγματα υποθέσεων καταδεικνύουν την επιτυχή εφαρμογή της μεθόδου σε πολύπλοκες διαφορές εμπορικών σημάτων με διασυνοριακές διαστάσεις, αναδεικνύοντας την αξία της εξειδικευμένης παρέμβασης του διαμεσολαβητή στην υπέρβαση εμποδίων, όπως οι γλωσσικές ασάφειες ή οι ανισορροπίες στην εκπροσώπηση των μερών.
Στην Ελλάδα, το θεσμικό πλαίσιο και οι φορείς που σχετίζονται με τη διαμεσολάβηση διαφορών ΔΙ περιλαμβάνουν τα εξής:
Ο Οργανισμός Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (ΟΒΙ) είναι ο κατά νόμον αρμόδιος φορέας για την κατοχύρωση των διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, των βιομηχανικών σχεδίων και των εμπορικών σημάτων σε εθνικό επίπεδο. Ο ΟΒΙ συνεργάζεται με το EUIPO για την προώθηση των ΕΜΕΔ και αναλαμβάνει πρωτοβουλίες για την υποστήριξη της καινοτομίας, όπως η “Οργάνωση υπηρεσίας υποστήριξης νεοφυών επιχειρήσεων και ΜΜΕ στην εξερεύνηση και κατοχύρωση ευρεσιτεχνιών”. Ωστόσο, από τις παρεχόμενες πηγές δεν προκύπτει σαφής αναφορά σε παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών διαμεσολάβησης από τον ίδιο τον ΟΒΙ, ούτε δημοσιευμένα στατιστικά στοιχεία για διαμεσολαβήσεις ΔΙ που να έχουν διεκπεραιωθεί με δική του πρωτοβουλία. Η έμφαση του Οργανισμού φαίνεται να εστιάζεται περισσότερο στην ενημέρωση, την εκπαίδευση (μέσω της Ελληνικής Ακαδημίας Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας – ΕΑΒΙ) και την κατοχύρωση των δικαιωμάτων.
Η MusicRights.gr, καθώς και άλλοι ιδιωτικοί φορείς και μεμονωμένοι διαπιστευμένοι διαμεσολαβητές, προσφέρουν υπηρεσίες διαμεσολάβησης στην Ελλάδα για ένα ευρύ φάσμα αστικών και εμπορικών διαφορών, συμπεριλαμβανομένων και διεθνών υποθέσεων. Η MusicRights.gr τονίζει την εξειδίκευση στη διανοητική ιδιοκτησία, και ειδικότερα στα πνευματικά και συγγενικά δικαιώματα της μουσικής, με την ταχύτητα και την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.
Η ελληνική νομοθεσία, και συγκεκριμένα ο Νόμος 4640/2019, ενσωμάτωσε στην εθνική έννομη τάξη την Οδηγία 2008/52/ΕΚ και ρύθμισε εκ νέου τον θεσμό της διαμεσολάβησης σε αστικές και εμπορικές διαφορές, είτε εθνικού είτε διασυνοριακού χαρακτήρα, υπό την προϋπόθεση ότι τα μέρη έχουν την εξουσία διάθεσης του αντικειμένου της διαφοράς. Αυτό το πεδίο εφαρμογής καλύπτει αναμφίβολα και τις διαφορές διανοητικής ιδιοκτησίας. Ο νόμος αυτός καθιέρωσε, μεταξύ άλλων, την Υποχρεωτική Αρχική Συνεδρία Διαμεσολάβησης (ΥΑΣΔ) για ορισμένες κατηγορίες διαφορών (όπως ορισμένες οικογενειακές διαφορές, αγωγές ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου με αντικείμενο άνω των €30.000 και αγωγές ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου), καθώς και για διαφορές όπου τα μέρη έχουν συμφωνήσει εγγράφως την υπαγωγή τους σε διαμεσολάβηση μέσω σχετικής ρήτρας. Επίσης, ο νόμος προβλέπει την υποχρέωση του πληρεξουσίου δικηγόρου να ενημερώνει γραπτώς τον εντολέα του για τη δυνατότητα επίλυσης της διαφοράς μέσω διαμεσολάβησης. Το πρακτικό που συντάσσεται σε περίπτωση επιτυχούς διαμεσολάβησης μπορεί να κατατεθεί στη γραμματεία του αρμόδιου δικαστηρίου και να αποκτήσει ισχύ εκτελεστού τίτλου, εξασφαλίζοντας την εκτελεστότητα της συμφωνίας. Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση της Διανέοσις (Μάρτιος 2025), ο Ν. 4640/2019 συνέβαλε στην αύξηση της ευαισθητοποίησης σχετικά με τη διαμεσολάβηση, ωστόσο η πλήρης ενσωμάτωση και αξιοποίηση του θεσμού από τους πολίτες και τους νομικούς δεν έχει ακόμη φτάσει στα επιθυμητά επίπεδα. Η ίδια έκθεση αναφέρει ότι η διαμεσολάβηση μπορεί να εφαρμοστεί και σε διαφορές πνευματικής ιδιοκτησίας, χωρίς όμως να παρέχει συγκεκριμένα στατιστικά στοιχεία για τη συχνότητα χρήσης της σε αυτόν τον τομέα.
Μια αξιοσημείωτη πρωτοβουλία στον τομέα των μουσικών δικαιωμάτων στην Ελλάδα είναι η πλατφόρμα MusicRights.gr. Η πλατφόρμα αυτή λειτουργεί ως σημείο σύνδεσης για χρήστες μουσικής και Οργανισμούς Συλλογικής Διαχείρισης (ΟΣΔ), όπως η ΕΔΕΜ, η Αυτοδιαχείριση και ο GEA, διευκολύνοντας την εξωδικαστική επίλυση διαφορών που αφορούν πνευματικά και συγγενικά δικαιώματα στη μουσική. Το MusicRights.gr παρέχει πρόσβαση σε διαπιστευμένους διαμεσολαβητές, ειδικευμένους στο δίκαιο της πνευματικής ιδιοκτησίας και ειδικότερα στα μουσικά δικαιώματα, με στόχο την ταχεία, οικονομική και εμπιστευτική διευθέτηση των διαφορών. Η διαδικασία διεξάγεται σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου 4640/2019, προσφέροντας και τη δυνατότητα διαδικτυακής διαμεσολάβησης, και οι συμφωνίες που επιτυγχάνονται μέσω αυτής είναι νομικά δεσμευτικές, ισοδύναμες με δικαστική απόφαση.
Παρά τη σημαντική διεθνή ώθηση για τη χρήση της διαμεσολάβησης σε διαφορές ΔΙ και την ύπαρξη ενός σύγχρονου εθνικού νομοθετικού πλαισίου στην Ελλάδα, η ουσιαστική υιοθέτηση της μεθόδου αυτής για τις συγκεκριμένες διαφορές φαίνεται να υστερεί σε σχέση με την ευρεία αναγνώριση των θεωρητικών πλεονεκτημάτων της. Διεθνείς οργανισμοί όπως ο WIPO και ο EUIPO προωθούν ενεργά τη διαμεσολάβηση ΔΙ, παρέχοντας εργαλεία, κανόνες και υποστήριξη. Η Ελλάδα διαθέτει τον Ν. 4640/2019, ο οποίος θεσμικά υποστηρίζει τη διαμεσολάβηση. Ωστόσο, εκθέσεις όπως αυτή της Διανέοσις και η απουσία εξειδικευμένων στατιστικών στοιχείων για διαμεσολαβήσεις ΔΙ από εθνικούς φορείς υποδηλώνουν μια περιορισμένη πρακτική εφαρμογή στον συγκεκριμένο τομέα. Η έρευνα SIDRA IP Survey έδειξε ότι, παρόλο που η διαμεσολάβηση χρησιμοποιείται διεθνώς για διαφορές ΔΙ, δεν αποτελεί πάντα την προτιμώμενη επιλογή, πιθανώς λόγω ελλιπούς κατανόησης των οφελών της ή υφιστάμενων ανησυχιών σχετικά με τη διαδικασία – μια παρατήρηση που ενδέχεται να ισχύει και για την ελληνική πραγματικότητα. Κατά συνέπεια, διαπιστώνεται ένα χάσμα μεταξύ της θεωρητικής αναγνώρισης της αξίας της διαμεσολάβησης ΔΙ και της πρακτικής της εφαρμογής στην Ελλάδα, το οποίο χρήζει περαιτέρω διερεύνησης και, κυρίως, στοχευμένων παρεμβάσεων. Η υποχρησιμοποίηση της διαμεσολάβησης για διαφορές ΔΙ στην Ελλάδα ενδέχεται να σημαίνει ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις, και ιδίως οι μικρομεσαίες που βασίζονται στην καινοτομία, χάνουν πολύτιμες ευκαιρίες για ταχύτερη, οικονομικότερη και πιο ευέλικτη επίλυση των διαφορών τους, με πιθανές αρνητικές συνέπειες στην ικανότητά τους να καινοτομούν και να ανταγωνίζονται. Η έλλειψη δημοσιευμένων παραδειγμάτων επιτυχών υποθέσεων στην Ελλάδα, εν μέρει λόγω της εγγενούς εμπιστευτικότητας της διαδικασίας, μπορεί επίσης να συμβάλλει σε έναν φαύλο κύκλο χαμηλής υιοθέτησης.
6. Πρακτική Εφαρμογή και Μελέτες Περιπτώσεων
Η θεωρητική ανάλυση των πλεονεκτημάτων της διαμεσολάβησης σε διαφορές διανοητικής ιδιοκτησίας ενισχύεται από παραδείγματα επιτυχούς πρακτικής εφαρμογής. Διεθνείς οργανισμοί, όπως το Κέντρο Διαμεσολάβησης του EUIPO και το Κέντρο Διαμεσολάβησης και Διαιτησίας του WIPO, έχουν δημοσιεύσει περιλήψεις υποθέσεων που καταδεικνύουν την αποτελεσματικότητα της μεθόδου.
Το Κέντρο Διαμεσολάβησης του EUIPO έχει χειριστεί υποθέσεις όπως η “Battle of the Directors” (Macatix vs. Caroleto). Επρόκειτο για μια διαφορά εμπορικών σημάτων μεταξύ δύο εταιρειών κατασκευής γυαλιού από διαφορετικές χώρες της ΕΕ, με πολλαπλές εθνικές καταχωρίσεις και διαδικασίες ανακοπής σε εξέλιξη σε διάφορες δικαιοδοσίες. Οι προκλήσεις περιλάμβαναν την ανισορροπία στην εκπροσώπηση των μερών κατά την έναρξη της διαμεσολάβησης και την αρχική έλλειψη άμεσης δέσμευσης από τον διευθύνοντα σύμβουλο της μίας πλευράς, καθώς και την τάση των νομικών παραστατών να εστιάζουν υπερβολικά σε τεχνικές λεπτομέρειες, παραβλέποντας την ευρύτερη εικόνα. Ο διαμεσολαβητής, αναγνωρίζοντας το αδιέξοδο, ζήτησε την επιστροφή του αποχωρήσαντος CEO και διευκόλυνε μια άμεση και ειλικρινή συζήτηση μεταξύ των δύο διευθυνόντων συμβούλων. Αυτή η παρέμβαση επέτρεψε στα μέρη να βρουν κοινό έδαφος, εστιάζοντας στα ευρύτερα επιχειρηματικά τους συμφέροντα, και να καταλήξουν σε μια συνολική συμφωνία συνύπαρξης των σημάτων τους, επιλύοντας όλες τις εκκρεμείς διαφορές. Μια άλλη υπόθεση, η “Wall Clocks or Wristwatches?” (Au Temps vs. Fast Tempus), αφορούσε μια διαφορά σημάτων μεταξύ ενός Γάλλου και ενός Ισπανού κατασκευαστή ρολογιών. Η πολυπλοκότητα εδώ πήγαζε κυρίως από γλωσσικές διαφορές στην ορολογία των προϊόντων (η λέξη “reloj” στα ισπανικά καλύπτει τόσο τα ρολόγια τοίχου όσο και τα ρολόγια χειρός, ενώ στα γαλλικά υπάρχουν οι διακριτές λέξεις “horloge” και “montre”). Ο διαμεσολαβητής, αντιλαμβανόμενος την πηγή της σύγχυσης, διευκόλυνε την αποσαφήνιση της ορολογίας και βοήθησε τα μέρη να διαπραγματευτούν περιορισμούς στη χρήση των σημάτων τους με βάση την εξειδικευμένη αγορά κάθε εταιρείας. Το αποτέλεσμα ήταν η επίτευξη συμφωνίας και η απόσυρση των εκκρεμών ανακοπών.
Ο WIPO επίσης αναφέρει πλήθος επιτυχημένων διαμεσολαβήσεων. Σε μια υπόθεση Copyright Mediation, μια ολλανδική και μια γαλλική εταιρεία είχαν μια διαφορά σχετικά με άδεια πνευματικών δικαιωμάτων για μια τεχνική δημοσίευση, με τον αδειούχο να έχει καταστεί οικονομικά αφερέγγυος. Μετά από μόλις δύο συναντήσεις με τον διαμεσολαβητή που όρισε ο WIPO (ο οποίος ήταν ειδικός σε θέματα πνευματικής ιδιοκτησίας και συνεργάστηκε με τον εκκαθαριστή), επετεύχθη συμφωνία διακανονισμού. Σε μια άλλη περίπτωση, μια Software Development Dispute / Copyright Infringement μεταξύ ενός εκδοτικού οίκου και μιας εταιρείας λογισμικού, η σύμβαση περιείχε ρήτρα διαμεσολάβησης WIPO, ακολουθούμενη από ταχεία διαιτησία σε περίπτωση αποτυχίας. Αν και η διαμεσολάβηση δεν οδήγησε σε πλήρη διευθέτηση της διαφοράς, αποδείχθηκε εξαιρετικά χρήσιμη καθώς επέτρεψε στα μέρη να αποσαφηνίσουν και να επικεντρώσουν τα κύρια ζητήματα προς επίλυση, προετοιμάζοντας έτσι αποτελεσματικότερα την επακόλουθη διαδικασία διαιτησίας. Άλλες υποθέσεις που έχει χειριστεί ο WIPO αφορούν παραβιάσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας, προσβολές εμπορικών σημάτων και παραβιάσεις συμβάσεων συνεργασίας για την ανάπτυξη τεχνολογίας.
Όσον αφορά τις ελληνικές εμπειρίες, οι παρεχόμενες πηγές αναφέρουν γενικά ότι πραγματοποιούνται διαμεσολαβήσεις στην Ελλάδα και σε υποθέσεις πνευματικής ιδιοκτησίας, όπως για παράδειγμα σε περιπτώσεις παραποίησης σήματος. Η έκθεση της Διανέοσις επιβεβαιώνει επίσης τη δυνατότητα εφαρμογής της διαμεσολάβησης σε διαφορές πνευματικής ιδιοκτησίας στην Ελλάδα. Ωστόσο, είναι αξιοσημείωτη η έλλειψη δημοσιευμένων, λεπτομερών μελετών περίπτωσης από την ελληνική πρακτική στις πηγές που εξετάστηκαν, γεγονός που καθιστά δυσχερή την εξαγωγή συγκεκριμένων συμπερασμάτων για τους παράγοντες επιτυχίας σε τοπικό επίπεδο.
Από την ανάλυση των διεθνών παραδειγμάτων, προκύπτουν ορισμένοι κοινοί παράγοντες επιτυχίας:
-
Ο ρόλος του ενεργού και εξειδικευμένου διαμεσολαβητή: Η ικανότητα του διαμεσολαβητή να κατανοήσει τα συχνά πολύπλοκα τεχνικά ή/και νομικά ζητήματα της διαφοράς, να διαχειριστεί αποτελεσματικά τις δυναμικές μεταξύ των μερών (όπως ανισορροπίες ισχύος, έλλειψη εμπιστοσύνης ή συναισθηματικές εμπλοκές), να διευκολύνει την άμεση και ουσιαστική επικοινωνία και να κατευθύνει τη συζήτηση από τις άκαμπτες θέσεις προς τα πραγματικά, υποκείμενα συμφέροντα των μερών, αποδεικνύεται κρίσιμη για την επιτυχή έκβαση.
-
Η δέσμευση των μερών στη διαδικασία (ή η επίτευξή της κατά τη διάρκειά της): Ακόμη και αν αρχικά μπορεί να υπάρχει απροθυμία ή επιφυλακτικότητα, η παρουσία και η ενεργός συμμετοχή των προσώπων που διαθέτουν την εξουσία λήψης αποφάσεων εκ μέρους κάθε πλευράς (π.χ. διευθύνοντες σύμβουλοι, ιδιοκτήτες) είναι καθοριστικής σημασίας για την επίτευξη μιας βιώσιμης συμφωνίας.
-
Η εστίαση στα επιχειρηματικά συμφέροντα: Η μετατόπιση της έμφασης από τις αυστηρά νομικές θέσεις και τα δικαιώματα προς τις ευρύτερες επιχειρηματικές ανάγκες, τους στόχους και τις ανησυχίες των μερών επιτρέπει την εξεύρεση δημιουργικών και πρακτικών λύσεων που συχνά υπερβαίνουν αυτό που θα μπορούσε να προσφέρει μια δικαστική απόφαση.
-
Η δυνατότητα για ολιστική προσέγγιση: Η ικανότητα της διαμεσολάβησης να αντιμετωπίσει και να επιλύσει πολλαπλές διαφορές ή όλες τις πτυχές μιας σύνθετης διαφοράς (π.χ. που εκτείνεται σε πολλαπλές δικαιοδοσίες ή αφορά πολλαπλά δικαιώματα ΔΙ) σε μία ενιαία διαδικασία αποτελεί σημαντικό παράγοντα αποτελεσματικότητας.
Οι επιτυχημένες μελέτες περιπτώσεων, ιδίως αυτές που προέρχονται από τη διαχείριση διεθνών φορέων με κύρος όπως ο WIPO και ο EUIPO, λειτουργούν ως ισχυρά παραδείγματα “απόδειξης της ιδέας” (proof of concept) για την αποτελεσματικότητα της διαμεσολάβησης σε διαφορές διανοητικής ιδιοκτησίας. Αυτά τα παραδείγματα καταδεικνύουν έμπρακτα πώς ακόμη και εξαιρετικά πολύπλοκες, τεχνικές και διασυνοριακές διαφορές ΔΙ μπορούν να επιλυθούν αποτελεσματικά, γρήγορα και οικονομικά μέσω της διαμεσολάβησης. Η δημοσιοποίηση, έστω και σε ανωνυμοποιημένη ή περιληπτική μορφή, τέτοιων επιτυχημένων υποθέσεων είναι ζωτικής σημασίας, καθώς αυξάνει την ευαισθητοποίηση των επιχειρήσεων και των νομικών παραστατών και ενισχύει την εμπιστοσύνη στον θεσμό της διαμεσολάβησης. Ωστόσο, η έλλειψη εύκολα προσβάσιμων και λεπτομερών ελληνικών παραδειγμάτων στις παρεχόμενες πηγές, πέραν γενικών αναφορών ότι η διαμεσολάβηση ΔΙ λαμβάνει χώρα και στην Ελλάδα, είναι αξιοσημείωτη. Αυτή η έλλειψη ορατότητας μπορεί να συμβάλλει στην επιφυλακτικότητα της ελληνικής αγοράς απέναντι στη διαμεσολάβηση ΔΙ. Η εγγενής εμπιστευτικότητα της διαμεσολάβησης, αν και αποτελεί ένα από τα κύρια πλεονεκτήματά της, μπορεί ταυτόχρονα να εμποδίζει τη διάδοση τέτοιων θετικών παραδειγμάτων, δημιουργώντας ένα παράδοξο. Κατά συνέπεια, η απουσία ορατών ελληνικών ιστοριών επιτυχίας, σε συνδυασμό με μια ενδεχομένως πιο εδραιωμένη κουλτούρα αντιδικίας, μπορεί να δημιουργεί έναν φαύλο κύκλο: η διαμεσολάβηση ΔΙ δεν επιλέγεται συχνά, γεγονός που με τη σειρά του περιορίζει τη δημιουργία νέων επιτυχημένων παραδειγμάτων που θα μπορούσαν να ενθαρρύνουν την ευρύτερη υιοθέτησή της. Η ενεργότερη συλλογή και, με την απαραίτητη συναίνεση των μερών για τη διασφάλιση της ιδιωτικότητας, η δημοσιοποίηση ανωνυμοποιημένων περιλήψεων επιτυχημένων διαμεσολαβήσεων ΔΙ στην Ελλάδα θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στην προώθηση του θεσμού και στην αλλαγή της υπάρχουσας νοοτροπίας.
7. Προκλήσεις και Ζητήματα προς Εξέταση στη Διαμεσολάβηση ΔΙ
Παρά τα σημαντικά πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης για την επίλυση διαφορών διανοητικής ιδιοκτησίας, η εφαρμογή της στην πράξη δεν είναι πάντοτε απρόσκοπτη και ενέχει ορισμένες προκλήσεις που χρήζουν προσεκτικής εξέτασης και διαχείρισης.
Μια από τις κρισιμότερες προκλήσεις είναι η επιλογή του κατάλληλου διαμεσολαβητή. Δεδομένης της συχνά εξειδικευμένης φύσης των διαφορών ΔΙ, η επιλογή ενός διαμεσολαβητή που διαθέτει όχι μόνο άριστες δεξιότητες διαμεσολάβησης αλλά και ουσιαστική κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων των δικαιωμάτων διανοητικής ιδιοκτησίας, της σχετικής τεχνικής πολυπλοκότητας (ιδίως σε υποθέσεις διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας) και των εμπορικών πρακτικών του συγκεκριμένου κλάδου είναι θεμελιώδους σημασίας. Ένας έμπειρος διαμεσολαβητής γενικών εμπορικών διαφορών που δεν διαθέτει εξειδικευμένο υπόβαθρο σε θέματα ΔΙ ενδέχεται να μην είναι η βέλτιστη επιλογή, καθώς μπορεί να δυσκολευτεί να συλλάβει τις λεπτές αποχρώσεις της διαφοράς ή να διευκολύνει την εξεύρεση τεχνικά άρτιων και εμπορικά βιώσιμων λύσεων. Πέρα από την τεχνική ή νομική εξειδίκευση, ο διαμεσολαβητής πρέπει να διαθέτει ισχυρές διαπροσωπικές δεξιότητες, αποδεδειγμένη ουδετερότητα και ακεραιότητα, καθώς και δημιουργικότητα στην προσέγγιση των προβλημάτων και την πρόταση εναλλακτικών λύσεων. Η κρισιμότητα της επιλογής του διαμεσολαβητή ενισχύεται περαιτέρω όταν τα μέρη αναμένουν ή επιθυμούν ο διαμεσολαβητής να υιοθετήσει έναν πιο αξιολογικό ρόλο (evaluative mediation), προσφέροντας, εφόσον του ζητηθεί και το κρίνει σκόπιμο, μια μη δεσμευτική εκτίμηση για τις πιθανές εκβάσεις της υπόθεσης, αντί να περιοριστεί σε έναν απλώς διευκολυντικό ρόλο (facilitative mediation).
Ο χρονισμός της προσφυγής στη διαμεσολάβηση κατά τη διάρκεια εξέλιξης μιας διαφοράς είναι επίσης ένας παράγοντας που μπορεί να επηρεάσει σημαντικά την επιτυχία της. Οι διαφορές διανοητικής ιδιοκτησίας συχνά παρουσιάζουν ιδιαίτερους παράγοντες που μπορούν να οδηγήσουν σε αδιέξοδο και να καταστήσουν τη διαμεσολάβηση δυσχερή. Για παράδειγμα, τα μέρη μπορεί να έχουν ήδη επενδύσει σημαντικά χρηματικά ποσά και χρόνο στην προετοιμασία μιας δικαστικής διαμάχης, να έχουν λάβει ενθαρρυντικές γνώμες από τους νομικούς ή τεχνικούς τους συμβούλους, ή να πιστεύουν ακράδαντα ότι μια προηγηθείσα δικαστική ενέργεια (όπως μια ακρόαση για την ερμηνεία των αξιώσεων ενός διπλώματος ευρεσιτεχνίας, γνωστή ως Markman hearing στις ΗΠΑ) τους έχει ευνοήσει. Αυτοί οι παράγοντες μπορεί να ωθήσουν σε μια προσπάθεια για πρώιμη διαμεσολάβηση, πριν τα μέρη “οχυρωθούν” υπερβολικά στις θέσεις τους και οι δαπάνες κλιμακωθούν. Από την άλλη πλευρά, μια πολύ πρώιμη διαμεσολάβηση, πριν τα μέρη έχουν επαρκή γνώση των ισχυρών και αδύναμων σημείων της υπόθεσής τους και της υπόθεσης του αντιδίκου, μπορεί επίσης να αποτύχει λόγω έλλειψης πληροφόρησης. Η εμπειρία δείχνει ότι οι υποθέσεις ΔΙ δεν είναι πιθανό να επιλυθούν ούτε υπερβολικά νωρίς στην πορεία προς τη δικαστική επίλυση, ούτε υπερβολικά αργά, καθώς πλησιάζει η έκδοση μιας δικαστικής απόφασης. Ίσως η πιθανότητα επιτυχούς διαμεσολάβησης σε σχέση με τον χρόνο εξέλιξης της δικαστικής διαμάχης να ακολουθεί μια καμπυλοειδή κατανομή. Γενικά, θεωρείται συχνά προτιμότερο να έχει προηγηθεί κάποιο στάδιο ανταλλαγής πληροφοριών ή μια αρχική φάση της αποδεικτικής διαδικασίας – όπως μια πρώτη ανταλλαγή εγγράφων, απαντήσεις σε ερωτηματολόγια και η λήψη ορισμένων κρίσιμων καταθέσεων – πριν από τη διεξαγωγή της διαμεσολάβησης, ώστε τα μέρη να έχουν μια πιο ρεαλιστική εικόνα της κατάστασης.
Η διαχείριση των ανισορροπιών ισχύος μεταξύ των μερών αποτελεί μια διαρκή πρόκληση σε κάθε είδους διαμεσολάβηση, αλλά μπορεί να είναι ιδιαίτερα έντονη σε διαφορές ΔΙ, όπου συχνά εμπλέκονται μεγάλες εταιρείες με σημαντικούς οικονομικούς και νομικούς πόρους από τη μία πλευρά, και μικρότερες επιχειρήσεις, νεοφυείς επιχειρήσεις ή μεμονωμένοι δημιουργοί/εφευρέτες από την άλλη. Αυτές οι ανισορροπίες μπορεί να αφορούν την οικονομική δύναμη, την πρόσβαση σε εξειδικευμένες πληροφορίες και νομική υποστήριξη, τις διαπραγματευτικές ικανότητες, ή ακόμη και το μέγεθος και το κύρος της νομικής εκπροσώπησης. Ο διαμεσολαβητής διαδραματίζει κρίσιμο ρόλο στην αναγνώριση και την προσπάθεια εξισορρόπησης αυτών των ανισοτήτων, διασφαλίζοντας ότι και τα δύο μέρη έχουν τη δυνατότητα να εκφράσουν τις απόψεις τους, να συμμετάσχουν ουσιαστικά στη διαδικασία και να μην αισθάνονται ότι εξαναγκάζονται σε μια συμφωνία λόγω της ασθενέστερης θέσης τους. Οι τεχνικές που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο διαμεσολαβητής περιλαμβάνουν τη διεξαγωγή ιδιωτικών συναντήσεων (caucuses) για την ενδυνάμωση του ασθενέστερου μέρους και την κατανόηση των ανησυχιών του, τη διασφάλιση ότι όλα τα μέρη έχουν πρόσβαση στις απαραίτητες πληροφορίες για τη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων, και τη θέσπιση και επιβολή σαφών κανόνων για την τήρηση ενός κλίματος σεβασμού και εποικοδομητικού διαλόγου. Είναι ενδιαφέρον ότι ορισμένες πρωτοβουλίες, όπως το πρόγραμμα AMP στη Σιγκαπούρη, προβλέπουν τη δημοσιοποίηση των ονομάτων των μερών που συμμετέχουν σε διαμεσολαβήσεις (με τη συναίνεσή τους), κάτι που μπορεί να μειώσει τον φόβο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για ανισορροπίες ισχύος όταν αντιμετωπίζουν μεγάλες και γνωστές εταιρείες, καθώς η ίδια η συμμετοχή στη διαδικασία αποκτά μια δημόσια διάσταση.
Μια λεπτή ισορροπία πρέπει επίσης να επιτευχθεί μεταξύ της εμπιστευτικότητας και της διαφάνειας στη διαδικασία της διαμεσολάβησης. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, η εμπιστευτικότητα αποτελεί ένα από τα βασικά πλεονεκτήματα της διαμεσολάβησης, καθώς ενθαρρύνει την ειλικρινή και ανοιχτή ανταλλαγή πληροφοριών. Ωστόσο, αυτή η ίδια η “κουρτίνα μυστικότητας” που περιβάλλει τη διαδικασία και τα αποτελέσματά της μπορεί να αποτελέσει και τροχοπέδη στην ευρύτερη υιοθέτηση και κατανόηση της διαμεσολάβησης, ιδίως στον τομέα της ΔΙ. Η έλλειψη δημοσίως διαθέσιμων πληροφοριών σχετικά με τα ποσοστά επιτυχίας, τους τύπους διαφορών ΔΙ που είναι ιδιαίτερα κατάλληλοι για διαμεσολάβηση, ή τα είδη των δημιουργικών λύσεων που μπορούν να επιτευχθούν, μπορεί να αποθαρρύνει δυνητικούς χρήστες και να περιορίζει την ανάπτυξη καινοτόμων ιδεών και λύσεων στον κλάδο συνολικά. Ορισμένες σύγχρονες πρωτοβουλίες, όπως το προαναφερθέν πρόγραμμα AMP στη Σιγκαπούρη, προσπαθούν να αντιμετωπίσουν αυτή την πρόκληση, επιδιώκοντας μια ελεγχόμενη διαφάνεια. Για παράδειγμα, μπορεί να απαιτείται η συναίνεση των μερών για τη δημοσιοποίηση των ονομάτων τους (αλλά όχι των εμπιστευτικών όρων της συμφωνίας τους) και η παροχή ανατροφοδότησης σχετικά με την εμπειρία τους, ενώ παράλληλα δημοσιεύονται ανωνυμοποιημένες περιλήψεις υποθέσεων για εκπαιδευτικούς και ενημερωτικούς σκοπούς.
Τέλος, ένα κρίσιμο ζήτημα είναι η εκτελεστότητα των συμφωνιών που προκύπτουν από τη διαμεσολάβηση. Σε εγχώριο επίπεδο, στην Ελλάδα, ο Ν. 4640/2019 προβλέπει ότι το πρακτικό διαμεσολάβησης, εφόσον περιέχει συμφωνία των μερών για την επίλυση της διαφοράς, μπορεί να κατατεθεί στη γραμματεία του αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου και, εφόσον πληροί τις νόμιμες προϋποθέσεις, να αποκτήσει ισχύ εκτελεστού τίτλου, καθιστώντας τη συμφωνία εξίσου ισχυρή με μια δικαστική απόφαση. Σε διεθνές επίπεδο, η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για τις Διεθνείς Συμφωνίες Διακανονισμού που Προκύπτουν από Διαμεσολάβηση, γνωστή και ως Σύμβαση της Σιγκαπούρης για τη Διαμεσολάβηση, η οποία τέθηκε σε ισχύ τον Σεπτέμβριο του 2020, αποσκοπεί στη διευκόλυνση της αναγνώρισης και εκτέλεσης των διασυνοριακών εμπορικών συμφωνιών που επιτυγχάνονται μέσω διαμεσολάβησης στα κράτη που την έχουν κυρώσει. Η Ελλάδα έχει υπογράψει τη Σύμβαση, αλλά, σύμφωνα με τις διαθέσιμες πληροφορίες, δεν την έχει ακόμη κυρώσει, γεγονός που μπορεί να επηρεάζει την ελκυστικότητα της διαμεσολάβησης για διεθνείς διαφορές ΔΙ που εμπλέκουν ελληνικά μέρη. Αντίστοιχα, σε ορισμένες έννομες τάξεις, όπως η Σιγκαπούρη με τον Mediation Act του 2017, προβλέπονται μηχανισμοί με τους οποίους οι συμφωνίες διαμεσολάβησης (συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που διεξάγονται υπό την αιγίδα του WIPO) μπορούν να καταγραφούν ως αποφάσεις δικαστηρίου, καθιστώντας τις άμεσα εκτελεστές εντός της εθνικής επικράτειας.
Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η διαμεσολάβηση στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας, αν και υπαρκτές, δεν είναι ανυπέρβλητες. Αντιθέτως, η αναγνώρισή τους και η ανάπτυξη στρατηγικών για την αντιμετώπισή τους είναι ουσιώδεις για την περαιτέρω εδραίωση του θεσμού. Η επιτυχία μιας διαμεσολάβησης ΔΙ δεν εξαρτάται από έναν μεμονωμένο παράγοντα, αλλά από τη συνέργεια ενός ολόκληρου “οικοσυστήματος” στοιχείων. Η επιλογή ενός διαμεσολαβητή με την κατάλληλη εξειδίκευση και τις απαραίτητες δεξιότητες είναι θεμελιώδης για την κατανόηση της πολυπλοκότητας της διαφοράς και την καθοδήγηση των μερών. Ο σωστός χρονισμός της προσφυγής στη διαμεσολάβηση διασφαλίζει ότι τα μέρη διαθέτουν επαρκείς πληροφορίες για να διαπραγματευτούν ουσιαστικά, αλλά δεν έχουν ακόμη “επενδύσει” υπερβολικά στην αντιδικία σε σημείο που να είναι δύσκολη η αποδέσμευση από τις αρχικές τους θέσεις. Η ενεργός και ευαίσθητη διαχείριση των ανισορροπιών ισχύος από τον διαμεσολαβητή είναι κρίσιμη για τη διασφάλιση της δικαιοσύνης και της βιωσιμότητας της διαδικασίας. Η εξεύρεση μιας λειτουργικής ισορροπίας μεταξύ της αναγκαίας εμπιστευτικότητας και της επιθυμητής διαφάνειας μπορεί να ενισχύσει την εμπιστοσύνη στον θεσμό μακροπρόθεσμα, επιτρέποντας τη διάχυση της γνώσης και των καλών πρακτικών. Τέλος, ένα σαφές, αποτελεσματικό και διεθνώς αναγνωρισμένο πλαίσιο για την εκτελεστότητα των συμφωνιών που προκύπτουν από διαμεσολάβηση παρέχει στα μέρη την απαραίτητη ασφάλεια δικαίου και την πεποίθηση ότι η συμφωνία τους θα τηρηθεί. Κατά συνέπεια, η αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων απαιτεί μια πολυεπίπεδη και συντονισμένη στρατηγική που δεν εστιάζει μόνο στην ίδια τη διαδικασία της διαμεσολάβησης, αλλά και στο ευρύτερο υποστηρικτικό της περιβάλλον, συμπεριλαμβανομένων των νομοθετικών πρωτοβουλιών, της εκπαίδευσης των επαγγελματιών και της ενημέρωσης των επιχειρήσεων. Η επιτυχής αντιμετώπιση αυτών των ζητημάτων μπορεί να μετατρέψει τη διαμεσολάβηση ΔΙ από μια απλώς “εναλλακτική” σε μια “προτιμώμενη” μέθοδο επίλυσης διαφορών, ενισχύοντας την αποτελεσματικότητα του συστήματος απονομής δικαιοσύνης και την προστασία της καινοτομίας. Η μη κύρωση της Σύμβασης της Σιγκαπούρης από την Ελλάδα, για παράδειγμα, μπορεί να αποτελεί τροχοπέδη για την ελκυστικότητα της χώρας ως φόρουμ διαμεσολάβησης σε διασυνοριακές διαφορές ΔΙ που εμπλέκουν ελληνικές επιχειρήσεις και επηρεάζουν την προβλεψιμότητα της εκτέλεσης των συμφωνιών τους στο εξωτερικό.
8. Το Μέλλον της Διαμεσολάβησης στις Διαφορές Διανοητικής Ιδιοκτησίας
Το τοπίο της επίλυσης διαφορών διανοητικής ιδιοκτησίας υφίσταται μια σημαντική μεταμόρφωση, με τη διαμεσολάβηση να αναγνωρίζεται παγκοσμίως όλο και περισσότερο ως μια ισχυρή και αποτελεσματική εναλλακτική έναντι της συμβατικής δικαστικής οδού. Η χαρακτηριστική δήλωση που ακούστηκε σε συνέδριο του EUIPO το 2023, ότι “Δεν υπάρχει διαφορά Διανοητικής Ιδιοκτησίας που δεν μπορεί να διαμεσολαβηθεί” είναι ενδεικτική αυτής της αυξανόμενης αποδοχής και εμπιστοσύνης στον θεσμό. Παρατηρείται μια σαφής τάση αυξανόμενης χρήσης της διαμεσολάβησης σε διάφορες δικαιοδοσίες, καθώς και ενισχυμένης προώθησης και υποστήριξης από διεθνείς οργανισμούς όπως ο WIPO. Πρωτοβουλίες όπως το WIPO-Singapore ASEAN Mediation Programme (AMP) καταδεικνύουν μια στροφή προς τη δημιουργία περιφερειακών, εξειδικευμένων και οικονομικά υποστηριζόμενων υπηρεσιών διαμεσολάβησης, προσαρμοσμένων στις ανάγκες των διαφορών ΔΙ και τεχνολογίας. Επιπλέον, η εξέλιξη της τεχνολογίας, και ιδίως η δυνατότητα διεξαγωγής διαμεσολαβήσεων εξ αποστάσεως μέσω διαδικτυακών πλατφορμών (online mediation), διευκολύνει σημαντικά την πρόσβαση στη διαμεσολάβηση, ιδίως σε διασυνοριακές υποθέσεις ή όταν τα μέρη βρίσκονται σε διαφορετικές γεωγραφικές τοποθεσίες.
Για την περαιτέρω ενίσχυση της χρήσης και της αποτελεσματικότητας της διαμεσολάβησης στις διαφορές διανοητικής ιδιοκτησίας, μπορούν να προταθούν ορισμένες κατευθύνσεις δράσης:
-
Εκπαίδευση και ευαισθητοποίηση: Είναι απαραίτητη η συστηματική και συνεχής ενημέρωση και εκπαίδευση των νομικών επαγγελματιών (δικηγόρων, δικαστών), των επιχειρήσεων (ιδίως των μικρομεσαίων και των νεοφυών που συχνά διαθέτουν σημαντικά άυλα περιουσιακά στοιχεία), των εφευρετών και των δημιουργών σχετικά με τα οφέλη, τις διαδικασίες και τις δυνατότητες της διαμεσολάβησης ΔΙ. Στην Ελλάδα, ο ΟΒΙ, μέσω της Ελληνικής Ακαδημίας Βιομηχανικής Ιδιοκτησίας (ΕΑΒΙ), έχει ως στόχο την εκπαίδευση επαγγελματιών σε θέματα βιομηχανικής ιδιοκτησίας, και αυτή η δραστηριότητα θα μπορούσε να επεκταθεί συστηματικά ώστε να καλύπτει και τις μεθόδους επίλυσης διαφορών, συμπεριλαμβανομένης της διαμεσολάβησης.
-
Εξειδίκευση των διαμεσολαβητών: Η ανάπτυξη και η πιστοποίηση ενός επαρκούς αριθμού διαμεσολαβητών με αποδεδειγμένη εμπειρία και βαθιά εξειδίκευση τόσο στις αρχές της διαμεσολάβησης όσο και στο ουσιαστικό δίκαιο της διανοητικής ιδιοκτησίας και στις τεχνικές πτυχές των διαφόρων κλάδων της είναι κρίσιμης σημασίας.
-
Θεσμικές μεταρρυθμίσεις και υποστήριξη: Σε διεθνές επίπεδο, η ευρύτερη κύρωση και αποτελεσματική εφαρμογή της Σύμβασης της Σιγκαπούρης για τη Διαμεσολάβηση θα ενισχύσει σημαντικά τη διασυνοριακή εκτελεστότητα των συμφωνιών που προκύπτουν από διαμεσολάβηση. Σε εθνικό επίπεδο, η ενίσχυση των μηχανισμών παραπομπής υποθέσεων από τα δικαστήρια στη διαμεσολάβηση, όπου αυτό κρίνεται σκόπιμο, καθώς και η δημιουργία ή η ενίσχυση υφιστάμενων κέντρων διαμεσολάβησης με ειδίκευση στη ΔΙ, ενδεχομένως με κρατική ή ευρωπαϊκή συγχρηματοδότηση για την κάλυψη μέρους του κόστους για τις ΜΜΕ (παρόμοια με το μοντέλο του AMP), θα μπορούσαν να δώσουν σημαντική ώθηση.
-
Προώθηση της “κουλτούρας της διαμεσολάβησης”: Απαιτείται μια ευρύτερη αλλαγή νοοτροπίας, τόσο από την πλευρά των νομικών παραστατών όσο και από την πλευρά των ίδιων των επιχειρήσεων, ώστε η προσφυγή στη διαμεσολάβηση να μην θεωρείται ένδειξη αδυναμίας, αλλά μια έξυπνη και στρατηγική επιλογή για την επίλυση διαφορών με εποικοδομητικό τρόπο.
-
Αύξηση της διαφάνειας (με ταυτόχρονο σεβασμό στην εμπιστευτικότητα): Η συστηματική συλλογή και δημοσιοποίηση ανωνυμοποιημένων στατιστικών δεδομένων σχετικά με τις διαμεσολαβήσεις ΔΙ, καθώς και περιλήψεων επιτυχημένων υποθέσεων (με τη συναίνεση των μερών), μπορεί να συμβάλει στην οικοδόμηση εμπιστοσύνης στον θεσμό και στην καλύτερη κατανόηση των πλεονεκτημάτων του.
Το μέλλον της διαμεσολάβησης στον τομέα της διανοητικής ιδιοκτησίας προδιαγράφεται ευοίωνο, αλλά η πλήρης αξιοποίηση του δυναμικού της εξαρτάται από τη δημιουργία και τη συντήρηση ενός ολοκληρωμένου “οικοσυστήματος”. Αυτό το οικοσύστημα πρέπει να περιλαμβάνει μια σύγχρονη και υποστηρικτική νομική υποδομή, ένα σώμα υψηλά καταρτισμένων και εξειδικευμένων επαγγελματιών (διαμεσολαβητών και νομικών παραστατών), επαρκώς ενημερωμένους και πρόθυμους χρήστες (επιχειρήσεις και δημιουργούς), και μια ευρύτερη πολιτισμική στροφή προς τις συναινετικές μεθόδους επίλυσης διαφορών.